ὑπεροχικῶς

ὑπεροχικῶς
ὑπεροχικός
involving pre-eminence
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπεροχικώς — ΜΑ επίρρ. βλ. υπεροχικός …   Dictionary of Greek

  • υπεροχικός — ή, όν, ΜΑ [ὑπεροχή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεροχή ή στον υπέροχο 2. αυτός που ξεχωρίζει, που διακρίνεται από τους άλλους, έξοχος, εξαίρετος. επίρρ... ὑπεροχικῶς ΜΑ με εξαίρετο, με έξοχο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”